Μόνικα Μπελούτσι - Μας έδωσε την ευκαιρία να υποκλιθούμε ξανά στο μεγαλείο της Μαρίας Κάλλας Ημερομηνία:
24/9/2021, 15:35 - Εμφανίσεις: 220
H Μαρία Κάλλας επέστρεψε στο Ηρώδειο.
Αυτή ήταν η κατακλείδα μιας βραδιάς που αναμέναμε εδώ και πάνω από ένα χρόνο και μας δικαίωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η παράσταση «Μαρία Κάλλας: Επιστολές και αναμνήσεις» ήρθε επιτέλους στην Αθήνα -έπειτα από την περσινή αναβολή- και το κοινό την αγκάλιασε ως όφειλε.
Η σπουδαιότερη φωνή του 20ου αιώνα, η γυναίκα με την εξωπραγματική έκταση φωνής, με την σπάνια ευαισθησία, με ερμηνείες που έμειναν στην ιστορία ζωντάνεψε ξανά στο Ηρώδειο.
Σε ένα χώρο όπου η ίδια εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως Μαρία Καλογεροπούλου, μαθήτρια ακόμα του Ωδείου Αθηνών.
Η Μόνικα Μπελούτσι δεν έπεσε στην παγίδα της προσωπικής αναφοράς.
Ήταν εκεί μέλος μια ομάδας και όχι η πρωταγωνίστριά της.
Μετέφερε τα λόγια της Μαρίας Κάλλας και ένα κομμάτι της ψυχής της.
Ένα πολύ μικρό κομμάτι γιατί όπως και η ίδια η Κάλλας λέει στο τέλος της ζωής της, τα δικά της απομνημονεύματα γράφηκαν με τη φωνή της και όχι με τα γραπτά της.
Η φωνή της ήταν αυτή που χάραξε την ιστορία της, αυτή που εξεδήλωσε τα πάθη της, αυτή που έκανε τους ανθρώπους στα πέρατα του κόσμου να υποκλίνονται στο ταλέντο της και τότε και για πάντα.
Η Μόνικα Μπελούτσι, με κάποιες αδυναμίες εκπλήρωσε πολύ καλά το σκοπό της παράστασης που δεν ήταν άλλο από να δώσει χώρο στη μουσική.
Η σκηνοθεσία αν και αρκετά στατική ήταν ικανοποιητική χωρίς να μπορέσει να μεταφέρει υποψιαζόμαστε σε ένα ανοιχτό χώρο, μια ιδέα που φτιάχτηκε για κλειστά θέατρα.
Ελάχιστα λεπτά έπειτα από την έναρξη και μόλις καταλάγιασε το χειροκρότημα, ξεχάσαμε ότι μπροστά μας είχαμε την Μόνικα Μπελούτσι.
Γιατί δεν είχε καμία σημασία.
Αυτό που είχε τεράστια σημασία ήταν οι μουσικοί που κλήθηκαν να επιτελέσουν το πιο δύσκολο έργο.
Η Καμεράτα με την καθοδήγηση του μοναδικού Γιώργου Πέτρου έπαιξε μερικά από τα αριστουργήματα που ερμήνευσε η Κάλλας και σε πολλά σημεία τη «συνόδευσε».
Η φωνή της Κάλλας, αν και ηχογραφημένη κατάφερε να ξεπεράσει το Ηρώδειο και να φτάσει όσο ψηλά έφταναν και οι νότες που «έπιανε».